τηλαυγῶς

τηλαυγῶς
τηλαυγής
far-shining
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τηλαυγώς — ΜΑ επίρρ. βλ. τηλαυγής …   Dictionary of Greek

  • τηλαυγής — Φιλόσοφος από τη Σάμο, γιος του Πυθαγόρα, δάσκαλος του Εμπεδοκλή. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει ότι ο Τ. δεν έγραψε κανένα έργο. Άλλες πηγές τον θέλουν συγγραφέα των έργων Τετρακτύς και Περί θεών ή Ιερός λόγος. * * * ές, ΝΜΑ αυτός που φέγγει σε… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՑԱՓԱՅԼ — ( ) NBH 1 474 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 9c, 10c ա. τηλαυγής longe splendorem spargens, praefulgens Արտափայլեալ. պայծառափայլ. անաղօտ. յստակ. ջինջ. *Իբրեւ զաստեղս, այսինքն մաքուրս եւ բացափայլս: Երեկոյին ամանակն՝ ոչ բացափայլս:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԲԱՑԱՓԱՅԼԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 474 Chronological Sequence: 8c, 12c, 14c մ. τηλαυγῶς clare, liquide որ եւ ԲԱՑԱՓԱՅԼՈՒԹԵԱՄԲ. Պայծառապէս, անաղօտաբար. յայտնապէս. *Տեսանեն եւ լսեն զաստուածայինսն բացափայլապէս յայտնեալ նոցա: Դիոն. թղթ.: *Որք բացափայլապէս զաննիւթ գիտութիւնն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”